- λαμπυρίδα
- ηέντομο που φωσφορίζει τη νύχτα, η πυγολαμπίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμπυρίδα — και λαμπυρίς, η (AM λαμπυρίς, ίδος) γένος κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια λαμπυρίδες, κυ. πυγολαμπίδα, κολοφωτιά μσν. η φλόγα τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπυλίς, με ανομοίωση … Dictionary of Greek
λαμπυρίδα — λαμπυρίς glow worm fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπυρος — λάμπυρος, ὁ (Μ) το έντομο λαμπυρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπυρίς] … Dictionary of Greek
λαμπυρίς — η (AM λαμπυρίς, ίδος) βλ. λαμπυρίδα … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδες — Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των λαμπυριδών. Έχουν συνήθως μήκος 6 8 χλστ., το σώμα τους είναι ορθογώνιο με τα δύο άκρα στρογγυλευμένα· το μικρό κεφάλι φέρει ένα ζευγάρι νηματοειδών κεραιών. Τα έλυτρα είναι καλά ανεπτυγμένα και στη θέση… … Dictionary of Greek
πυγολαμπίδα — η (ζωολ.), ομάδα εντόμων κολεοπτέρων, με χαρακτηριστικό την παραγωγή φωτός από εξειδικευμένα φωτοπαραγωγά όργανα, αλλ. λαμπυρίδα, κωλοφωτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)